Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Καταχρηστική η καταγγελία του δανείου από την τράπεζα όταν οι απαιτήσεις είναι ασφαλισμένες και ο δανειολήπτης βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία


ο οφειλέτης δεν δύναται να ανταποκριθεί λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας στις δανειακές του υποχρεώσεις, ιδίως όταν η εκπλήρωση της παροχής οδηγεί σε πλήρη οικονομική του καταστροφή χωρίς ουσιαστικό κέρδος για τον δανειστή. «…Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του.

Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Ετσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 Α` Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η καθ’ ης τους κοινοποίησε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατά παράβαση των άρθρων 281 και 179 ΑΚ, καθώς και του ν. 2251/1994 εξερχόμενη των ορίων της καλής πίστης και της εντιμότητας στις συναλλαγές. Ότι ειδικότερα, ο 1oς ανακόπτων, ως πρωτοφειλέτης, είχε αιτηθεί, κατόπιν της από 01.11.2012 γραπτής πρόσκλησης για καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών, απορρεουσών από την ένδικη δανειακή σύμβαση, εκ μέρους της καθ’ ης, επιστολή περί εξωδικαστικής ρύθμισης των ως άνω οφειλών, προτείνοντας την καταβολή ποσού 750,00 ευρώ μηνιαίως, για χρονικό διάστημα ενός έτους. Οτι η καθ’ ης απέρριψε το αίτημα αυτό μετά διάστημα τεσσάρων μηνών, δυνάμει της από 30.04.2013 επιστολής της, ενημερώνοντας παράλληλα τους ανακόπτοντες ότι είχε εν τω μεταξύ αιτηθεί την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου 2012 Μαρτίου 2013 οι ανακόπτοντες κατέβαλαν μηνιαίως το ποσό των 750,00 ευρώ, παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Ότι η καθ’ ης θα έπρεπε να θέσει το λογαριασμό σε οριστική καθυστέρηση την 01.11.2012, με υπόλοιπο το ποσό των 92.972.00 ευρώ, αντί να πετύχει καταχρηστικώς την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για το ποσό των 94.285.90 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι ανακόπτοντες και σε υπέρογκα δικαστικά έξοδα, συνολικού ύψους 1.684,00 ευρώ. Ότι από την ως άνω αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά της καθ’ ης οι ανακόπτοντες θα υποστούν βλάβη, διότι η επιχείρηση του 1ου ανακόπτοντος είναι το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, από το οποίο καλύπτει τα προς το ζην των τέκνων του, για τα οποία καταβάλει διατροφή. Ότι, περαιτέρω, η καθ’ ης ουδέποτε κοινοποίησε στους ανακόπτοντες αναλυτικά αντίγραφα της κίνησης του λογαριασμού που εξυπηρετούσε την ένδικη δανειακή σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην έχουν λάβει γνώση του οφειλόμενου ποσού και να ην έχουν αποδεχθεί το χρεωστικό υπόλοιπο. Ο λόγος αυτός, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, όσον αφορά το σκέλος του περί καταχρηστικής έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, εν μέσω διαπραγματεύσεων περί ρύθμισης της ένδικης οφειλής και παρά τις τμηματικές καταβολές εκ μέρους των ανακοπτόντων, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281 και 179 ΑΚ και 623 επ. ΚΠολΔ, πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των ανακοπτόντων, η οποία λήφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προκειμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «.... ..... ...... ...................» και του 1ου ανακόπτοντος, ως πρωτοφειλέτη, και των 2ης και 3ης ανακοπτουσών, ως εγγυητριών, συνήφθη η υπ’ αριθ. 50747/25.5.2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου (.......... ...........), ποσού 147.000,00 ευρώ, διάρκειας 15 ετών. Προς εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας «........ ................ », ενεγράφη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 25443 Σ/24.05.2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, συναινετική προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 187.000,00 ευρώ, επί του εξής ακινήτου του 1ου ανακόπτοντος, ήτοι ενός οικοπέδου αρτίου και οικοδομήσιμου, επιφάνειας 264 τ.μ., κείμενου στο Δήμο Αιγάλεω Αττικής, επί της συμβολής των οδών ...... ....... αριθ. .. και .......... ... , μετά της υφισταμένης επ’ αυτού οικοδομής, αποτελούμενης από υπόγειο, επιφάνειας 115,47 τ.μ. και ισόγειο, επιφάνειας 152,01 τ.μ., στο οποίο στεγαζόταν η ατομική επιχείρηση του 1ου ανακόπτοντος (φούρνος με παρασκευαστήριο). Εξάλλου, η ανωτέρω δανείστρια τράπεζα μετονομάσθηκε σε «......» (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ 5635/22.06.2010) και στη θέση της υπεισήλθε ως διάδοχος κατά νόμο η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «..................................» (ΦΕΚ Β’ 2856/17.12.2011). Ακολούθως, δυνάμει της από 18.01.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια της ως άνω ανώνυμης εταιρείας και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση (άρθρο 68 του ν. 3601/2007), διορισθείσας ως ειδικής εκκαθαρίστριας της κας. ........ .... , υπεισερχόμενης έτσι αυτής στα δικαιώματα της πρώην «....». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανακόπτοντες, αντιμετωπίζοντας οικονομική δυσχέρεια, ιδιαίτερα από το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, δεν ήταν απόλυτα συνεπείς στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων του ένδικου δανείου, συγκεκριμένα δε, προέβαιναν σε τμηματικές καταβολές μικρότερων ποσών των οφειλομένων, οι δε καταβολές αυτές λάμβαναν χώρα κάθε μήνα, με τελευταία καταβολή την 14.09.2012 ποσού 1.100,00 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από 26.11.2012 κίνηση λογαριασμού). Ακολούθως, η καθ’ ης δυνάμει της από 01.11.2012 επιστολής της όχλησε εξώδικα τους ανακόπτοντες, προσκαλώντας τους να της καταβάλουν το αργότερο ως την 09.11.2012 την οφειλή τους κατά το χρονικό αυτό σημείο, ύψους 92.972,02 ευρώ, επιφυλασσόμενη των νομίμων δικαιωμάτων της και εν συνεχεία προέβη σε κλείσιμο του λογαριασμού, που εξυπηρετούσε την ένδικη δανειακή σύμβαση, με την από 28.11.2012 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση, που κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες δυνάμει των υπ’ αριθ. 2337 Γ`, 2336 Γ` και 2349 Γ`/30.11.2012 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Νικολάου Δ. Χρόνη. Σε απάντηση των άνω, ο 1ος ανακόπτων απέστειλε στην καθ’ ης την από 14.12.2012 επιστολή του, προτείνοντας την εξώδικη ρύθμιση της οφειλής, με αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού με μηνιαίες δόσεις, ύψους 750,00 ευρώ, για χρονικό διάστημα ενός έτους, ωστόσο, η καθ’ ης με την από 30.04.2013 επιστολή της απέρριψε το ανωτέρω αίτημα, προσκαλώντας τον 1o ανακόπτοντα σε εξόφληση της οφειλής του. Εν τω μεταξύ, η καθ’ ης αιτήθηκε την 02.12.2012 την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε την 07.05.2013 και επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 17.05.2013, με την οποία επιτάσσονταν οι τελευταίοι να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των 94.285,90 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι προέβαιναν σε καταβολές προς την καθ’ ης μέχρι και το μήνα Μάρτιο του έτους 2013, ήτοι ακόμα και μετά την κοινοποίηση σε αυτούς της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και του κλεισίματος του λογαριασμού που την εξυπηρετούσε, καθώς ο υπάλληλος της καθ’ ης, κος. ... , τους είχε διαβεβαιώσει σε αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, ότι η καθ’ ης δεν θα επιδίωκε τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, δεν ενισχύεται μεν από έγγραφα, ωστόσο, επιβεβαιώνεται από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία ήταν παρούσα κατά τις επικοινωνίες αυτές, οι δε καταβολές των ανακοπτόντων μέχρι το μήνα Μάρτιο 2013, συνομολογούνται και από την καθ’ ης στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της, όπου ειδικότερα αναφέρει «... οι αντίδικοι ... είχαν πάψει να είναι συνεπείς προς την πρότασή τους, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η τελευταία καταβολή έλαβε χώρα την 22.03.2013, ήτοι σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός πριν την απόρριψη του αιτήματος.». Επιπροσθέτως, η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής λαμβάνει χώρα ex parte, χωρίς σχετική ενημέρωση του καθ’ ου η αίτηση, επομένως, οι ανακόπτοντες δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι η καθ’ ης είχε καταθέσει την αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεδομένου και του ότι η απόρριψη του αιτήματος περί ρύθμισης της οφειλής έλαβε χώρα την 30.04.2013, ήτοι 4 μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης και 1 μήνα πριν την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Σύμφωνα δε με την ως άνω σκέψη, και δεδομένου αφενός μεν ότι η απαίτηση της καθ’ ης είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης επί του μοναδικού ακινήτου του 1ου ανακόπτοντος, αφετέρου δε η συμπεριφορά των ανακοπτόντων, να προβαίνουν σε, έστω τμηματικές, καταβολές καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της ένδικης σύμβασης, αλλά και μετά την καταγγελία αυτής, καταδεικνύουν, ότι αυτοί κατέβαλαν προσπάθειες να μειώσουν την οφειλή τους και δεν αδιαφόρησαν για την τακτοποίησή της, η δε συμπεριφορά της καθ’ ης να αιτηθεί την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγή πληρωμής είναι, ενόψει των πλήρως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, καταχρηστική, δεδομένου και του ότι η καθ’ ης, διά του υπαλλήλου της, κου. ................ , τους είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της να πετύχει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλέσει στους ανακόπτοντες, και ιδίως στον 1ο αυτών, επαχθείς οικονομικές συνέπειες, καθώς το προαναφερθέν ακίνητο αποτελεί την έδρα της επιχείρησής του και μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, χωρίς, ουσιαστικό κέρδος για την ίδια την καθ’ ης. Ο δε ισχυρισμός της καθ’ ης ότι εις βάρος του ανωτέρω αναφερθέντος προσημειωμένου ακινήτου του 1ου ανακόπτοντος επισπεύδεται ήδη αναγκαστική εκτέλεση από την πρώην σύζυγό του, ........ , και την ενήλικη θυγατέρα του, ...... , δυνάμει της υπ’ αριθ. 195 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας για διενέργεια πλειστηριασμού, που κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης την 08.11.2012, και για το λόγο τούτο έχει μειωθεί η οικονομική επιφάνεια του 1ου ανακόπτοντος, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη δικανική κρίση, δεδομένου ότι: α) το οφειλόμενο σε αυτές συνολικό ποσό (17.540,40 ευρώ), προερχόμενο από απαιτήσεις από οφειλόμενες διατροφές του 1ου ανακόπτοντος προς τα τέκνα του, υπολείπεται κατά πολύ της τιμής πρώτης προσφοράς του ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίζεται στην ως άνω περίληψη της έκθεσης κατάσχεσης (190.000,00 ευρώ), β) στο παρελθόν είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο ίδιο ακίνητο δυνάμει της υπ’ αριθ. 157/11.03.2010 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και είχε επισπευσθεί πλειστη ριασμός δυνάμει της υπ’ αριθ. 158/22.03.2010 περίληψη, που όμως ματαιώθηκε δύο φορές κατόπιν συμφωνίας επισπεύδουσας και οφειλέτη, γεγονός το οποίο επιρρωνύεται και από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος, ότι ο 1oς « ανακόπτων και η επισπεύδουσα πρώην σύζυγός του είχαν λόγω του διαζυγίου διαταραγμένες σχέσεις και προς τούτο επιδίωκε η τελευταία τις προαναφερθείσες κατασχέσεις και γ) η ένδικη οφειλή της καθ’ ης υπολείπεται της ως άνω προσδιορισθείσας τιμής πρώτης προσφοράς του ακινήτου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει ο 1ος λόγος ανακοπής να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του και, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων, να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή, να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικασθεί η καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, λόγω της ήττας της στη δίκη, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της προκείμενης (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 1 εδ. 1, α` του ν. 4194/2013 Κώδικας Δικηγόρων, ΦΕΚ Α’ 208/27.09.2013). [α’ δημοσίευση Nomos]


legalnews24.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου